συνονθυλεύω

συνονθυλεύω
Ν
συμφύρω, συρράπτω ανόμοια πράγματα, δημιουργώ συνονθύλευμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + αρχ. ρ. ὀνθυλεύω «παραγεμίζω» (< ὄνθος «κοπριά ζώων»), Η λ. μαρτυρείται από το 1868 στον Δημ. Ν. Βερναρδάκη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συνονθύλευση — η, Ν [συνονθυλεύω] η ενέργεια τού συνονθυλεύω …   Dictionary of Greek

  • συν- — και με τις μορφές συ , συγ , συμ , συλ και συρ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση σύν*. Η πρόθεση σύν εν συνθέσει, πριν από τα χειλικά σύμφωνα β, μ, π, φ, ψ, τρέπει το ν σε μ (πρβλ. συμ βάλλω …   Dictionary of Greek

  • συνονθύλευμα — το, Ν 1. παραγέμισμα 2. σύμφυρμα ανόμοιων και, συχνά, άσχετων μεταξύ τους πραγμάτων 3. μτφ. σύγγραμμα που αποτελεί συρραφή από διάφορες πηγές, συμπίλημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνονθυλεύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Δημ. Ν. Βερναρδάκη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”